σοβράνο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοβράνο < ουδέτερο του επιθέτου σοβράνος, από την (άμεσο δάνειο) ιταλική sovrano (επίθετο: "κυρίαρχος")[1] λείπει η ετυμολογία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈvɾa.no/

Επίρρημα[επεξεργασία]

σοβράνο

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • από σοβράνο μεριά : από την πλευρά του πλοίου που χτυπά ο άνεμος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σοβράνο

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)