Μετάβαση στο περιεχόμενο

σογιέλαιο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σογιέλαιο τα σογιέλαια
      γενική του σογιέλαιου
& σογιελαίου
των σογιέλαιων
& σογιελαίων
    αιτιατική το σογιέλαιο τα σογιέλαια
     κλητική σογιέλαιο σογιέλαια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σογιέλαιο < σόγι(α) + -έλαιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σογιέλαιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]