σοκολατάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σοκολατάκι τα σοκολατάκια
      γενική
    αιτιατική το σοκολατάκι τα σοκολατάκια
     κλητική σοκολατάκι σοκολατάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σοκολατάκι < υποκοριστικό του σοκολάτα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σοκολατάκι ουδέτερο

  • κάθε γλύκισμα που έχει μέγεθος περίπου μιας μπουκιάς και έχει σαν κύριο συστατικό τη σοκολάτα ή είναι καλυμμένο με σοκολάτα

Σημειώσεις[επεξεργασία]

  • χωρίς υποκοριστική σημασία

Μεταφράσεις[επεξεργασία]