στέβια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η στέβια οι στέβιες
      γενική της στέβιας των στεβίων
    αιτιατική τη στέβια τις στέβιες
     κλητική στέβια στέβιες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

στέβια < (άμεσο δάνειο) αγγλική stevia < νεολατινική Petrus Jacobus Stevus (Pedro Jaime Esteve: Ισπανός βοτανολόγος του 16ου αιώνα)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

στέβια θηλυκό

  1. (φυτό) φυτό (Stevia rebaudiana) που περιέχει γλυκαντική ουσία και χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο της ζάχαρης
    • Τα φύλλα της στέβιας περιέχουν διάφορες φυσικές γλυκαντικές ουσίες, όπως η στεβιοσίδη και η ρεμπαουδιοσίδη, που την καθιστούν 60-80 φορές γλυκύτερη από την κοινή ζάχαρη, ενώ το τελικό προϊόν της, που εξάγεται με τη μέθοδο της εκχύλισης, είναι έως και 300 φορές γλυκύτερο. (*)
    • Μόλις οι στέβιες ανθίσουν, τα φύλλα τους συλλέγονται με το χέρι, αποξηραίνονται και συσκευάζονται σε δεμάτια. (*)
  2. (γαστρονομία) η γλυκαντική ουσία που βγαίνει από το παραπάνω φυτό
    • Σε αντίθεση με αρκετές άλλες γλυκαντικές ύλες, η στέβια είναι σταθερή, δεν αλλοιώνεται και δεν χάνει τη γλυκύτητά της, ακόμα κι όταν μαγειρεύεται σε θερμοκρασίες έως και 200°C. (*)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]