σταλαμίδα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σταλαμίδα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σταλαμίδα θηλυκό
- (δημοτική) μικρή σταγόνα, σταλαγματιά
[επεξεργασία]
- δείτε παραλλαγές στη λέξη → στάλα
[επεξεργασία]
- Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964). Μέγα λεξικόν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης. Αθήνα: Ελληνική Παιδεία.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σταλαμίδα