σταματημός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σταματημός οι σταματημοί
      γενική του σταματημού των σταματημών
    αιτιατική τον σταματημό τους σταματημούς
     κλητική σταματημέ σταματημοί
* Συνήθως μόνο στον ενικό
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σταματημός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σταματημός αρσενικό

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • χρησιμοποιείται συνήθως μόνο στον ενικό και ειδικότερα στις φράσεις "(δεν) υπάρχει σταματημός", "χωρίς σταματημό"

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]