σταχτοτσικνιάς
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σταχτοτσικνιάς αρσενικό
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σταχτοτσικνιάς
|
σταχτοτσικνιάς αρσενικό
|