στελέχωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | στελέχωση | οι | στελεχώσεις |
γενική | της | στελέχωσης* | των | στελεχώσεων |
αιτιατική | τη | στελέχωση | τις | στελεχώσεις |
κλητική | στελέχωση | στελεχώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, στελεχώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- στελέχωση < από το ρήμα στελεχώνω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
στελέχωση θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του στελεχώνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
στελέχωση