Μετάβαση στο περιεχόμενο

στόχαστρο

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το στόχαστρο τα στόχαστρα
      γενική του στόχαστρου
& στοχάστρου
των στόχαστρων
& στοχάστρων
    αιτιατική το στόχαστρο τα στόχαστρα
     κλητική στόχαστρο στόχαστρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
στόχαστρο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

στόχαστρο ουδέτερο

  1. οπτικό όργανο σε πυροβόλο όπλο για στόχευση ακριβείας
  2. (μεταφορικά)
    στο στόχαστρο της δικαιοσύνης οι οικονομικές ατασθαλίες στο Δημόσιο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]