συγκαταβαίνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συγκαταβαίνω < αρχαία ελληνική συγκαταβαίνω < σύν + κατά + βαίνω
Ρήμα[επεξεργασία]
συγκαταβαίνω
Συγγενικά[επεξεργασία]
- συγκατάβαση
- συγκαταβατικά
- συγκαταβατικός
- συγκαταβατικότητα
- → δείτε τις λέξεις συν, κατά και βαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συγκαταβαίνω