συγκαταβατικότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συγκαταβατικότητα οι συγκαταβατικότητες
      γενική της συγκαταβατικότητας των συγκαταβατικοτήτων
    αιτιατική τη συγκαταβατικότητα τις συγκαταβατικότητες
     κλητική συγκαταβατικότητα συγκαταβατικότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
συγκαταβατικότητα < συγκαταβατικός + -ότητα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

συγκαταβατικότητα θηλυκό

  1. (λόγιο) το να είναι κάποιος συγκαταβατικός, η ιδιότητα του συγκαταβατικού
  2. συγκατάβαση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]