συγκινητικότης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συγκινητικότης αἱ συγκινητικότητες
      γενική τῆς συγκινητικότητος τῶν συγκινητικοτήτων
      δοτική τῇ συγκινητικότητι ταῖς συγκινητικότησι(ν)
    αιτιατική τὴν συγκινητικότητα τὰς συγκινητικότητᾰς
     κλητική ! συγκινητικότης συγκινητικότητες
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συγκινητικότης < συγκινητικ(ός) + -ότης

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συγκινητικότης, -ητος θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]