συνοροφύλακας
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]συνοροφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] συνοροφύλακας
|
συνοροφύλακας αρσενικό ή θηλυκό
|