συνταυτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνταυτισμός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνταυτισμός αρσενικό
- απόλυτη ταύτιση
- ※ Όπως είπα, η φιλία μας, μολονότι στενή, δεν έφτανε στο απόλυτο του συνταυτισμού δύο υπάρξεων. (Μ. Καραγάτσης, Ο κίτρινος φάκελος)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνταυτισμός
|