συχνοτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συχνοτισμός < συχνότητα + -ισμός < αγγλικά: frequentism • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συχνοτισμός αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συχνοτισμός