σφούγγισμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφούγγισμα τα σφουγγίσματα
      γενική του σφουγγίσματος των σφουγγισμάτων
    αιτιατική το σφούγγισμα τα σφουγγίσματα
     κλητική σφούγγισμα σφουγγίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
σφούγγισμα < σφουγγίζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

σφούγγισμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]