σχετλιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχετλιάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σχετλιάζω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sçe.tliˈa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σχε‐τλι‐ά‐ζω

Ρήμα[επεξεργασία]

σχετλιάζω, πρτ.: σχετλίαζα (ελλειπτικό ρήμα) (χωρίς παθητική φωνή)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Στο ενεστωτικό θέμα

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. σχετλιάζω σχετλίαζα θα σχετλιάζω να σχετλιάζω σχετλιάζοντας
β' ενικ. σχετλιάζεις σχετλίαζες θα σχετλιάζεις να σχετλιάζεις σχετλίαζε
γ' ενικ. σχετλιάζει σχετλίαζε θα σχετλιάζει να σχετλιάζει
α' πληθ. σχετλιάζουμε σχετλιάζαμε θα σχετλιάζουμε να σχετλιάζουμε
β' πληθ. σχετλιάζετε σχετλιάζατε θα σχετλιάζετε να σχετλιάζετε σχετλιάζετε
γ' πληθ. σχετλιάζουν(ε) σχετλίαζαν
σχετλιάζαν(ε)
θα σχετλιάζουν(ε) να σχετλιάζουν(ε)

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχετλιάζω < σχέτλι(ος) + -άζω < → δείτε ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ-

Ρήμα[επεξεργασία]

σχετλιάζω

  1. μεμψιμοιρώ, παραπονιέμαι
  2. αγανακτώ, δυσανασχετώ
    ※  6ος↑ αιώνας [μεσαιωνικά χφφ] Αίσωπος, Αἰσώπου Μῦθοι, Ὄνος καὶ ἡμίονος, 204.1
    καὶ δὴ ὁ ὄνος ὁρῶν τοὺς ἀμφοῖν γόμους ἴσους ὄντας ἠγανάκτει καὶ ἐσχετλίαζεν,
    Ο γάιδαρος, [που λέτε,] διαπίστωσε ότι τα φορτία και των δυο τους ήσαν λίγο-πολύ ισοδύναμα. Τούτο, φυσικά, τον έκανε να αγανακτήσει και να διαμαρτύρεται,
    Μετάφραση: Κωνσταντάκος, Ιωάννης Μ., Αθήνα: Κίχλη @greek‑language.gr. Απόσπασμα από το μύθο: Ο γάιδαρος και η μουλάρα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]