Μετάβαση στο περιεχόμενο

ταυριάρης

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ταυριάρης οι ταυριάρηδες
& ταυριαραίοι
      γενική του ταυριάρη των ταυριάρηδων
& ταυριαραίων
    αιτιατική τον ταυριάρη τους ταυριάρηδες
& ταυριαραίους
     κλητική ταυριάρη ταυριάρηδες
& ταυριαραίοι
Κατηγορία όπως «νοικοκύρης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ταυριάρης < ταύρ(ος) + -ιάρης

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ταυριάρης αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]