ταυτοχρονία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταυτοχρονία (en) θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταυτοχρονία
ταυτοχρονία (en) θηλυκό