ταυτοχρονισμός
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ταυτοχρονισμός < ταυτόχρονος + -ισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ταυτοχρονισμός αρσενικό
- (επιστήμη υπολογιστών) η κατάσταση ενός υπολογιστικού συστήματος, στο οποίο εκτελούνται ταυτόχρονα πολλές διεργασίες (processes), που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους, χρησιμοποιώντας τους κοινούς πόρους (resources) τού συστήματος
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ταυτοχρονισμός