τερμιτοφωλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τερμιτοφωλιά | οι | τερμιτοφωλιές |
γενική | της | τερμιτοφωλιάς | των | τερμιτοφωλιών |
αιτιατική | την | τερμιτοφωλιά | τις | τερμιτοφωλιές |
κλητική | τερμιτοφωλιά | τερμιτοφωλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τερμιτοφωλιά θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τερμιτοφωλιά
|