τετραγυνία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τετραγυνία θηλυκό
- (βοτανική): η κατάσταση ανθέων που φέρουν τέσσερις υπέρους, τέσσερις στύλους, ή στίγματα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τετραγυνία
|