τετραχλωρομόλυβδος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τετραχλωρομόλυβδος οι τετραχλωρομόλυβδοι
      γενική του τετραχλωρομόλυβδου
τετραχλωρομολύβδου
των τετραχλωρομόλυβδων
τετραχλωρομολύβδων
    αιτιατική τον τετραχλωρομόλυβδο τους τετραχλωρομόλυβδους
τετραχλωρομολύβδους
     κλητική τετραχλωρομόλυβδε τετραχλωρομόλυβδοι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τετραχλωρομόλυβδος < τετρα- + (χλώριο) χλωρο- + μόλυβδος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τετραχλωρομόλυβδος αρσενικό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]