τράβα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τράβα οι τράβες
      γενική της τράβας
    αιτιατική την τράβα τις τράβες
     κλητική τράβα τράβες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τράβα < ιταλική trave

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τράβα θηλυκό

  • υποστήριγμα - δοκός στέγης, τεγίδα

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

τράβα

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
  • τράβα απ΄ εδώ = φύγε!
  • τράβα μπρος = προχώρα, ξεκίνα!
  • τράβα για ... = πάμε για ... (συνηθέστερα εντολή σε οδηγό ταξί)
  • τράβα κορδέλα = μέτρα απόσταση!

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]