τράβα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τράβα | οι | τράβες |
γενική | της | τράβας | — | |
αιτιατική | την | τράβα | τις | τράβες |
κλητική | τράβα | τράβες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τράβα θηλυκό
- υποστήριγμα - δοκός στέγης, τεγίδα
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]τράβα
- β' ενικό προστακτικής ενεστώτα του ρήματος τραβάω
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- τράβα απ΄ εδώ = φύγε!
- τράβα μπρος = προχώρα, ξεκίνα!
- τράβα για ... = πάμε για ... (συνηθέστερα εντολή σε οδηγό ταξί)
- τράβα κορδέλα = μέτρα απόσταση!
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τράβα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρηματικοί τύποι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)