τρίλια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρίλια οι τρίλιες
      γενική της τρίλιας
    αιτιατική την τρίλια τις τρίλιες
     κλητική τρίλια τρίλιες
Προφέρεται με συνίζηση στην κατάληξη ως παροξύτονο.
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τρίλια < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τρίλια θηλυκό

  1. ...
  2. (παιχνίδι) τρίλιζα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]