τριεψιλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τριεψιλίτης αρσενικό
- (πολιτική) (παρωχημένο) μέλος της παρακρατικής ακροδεξιάς οργάνωσης ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάς)
- Το βιβλίο «Ο Άντρας με την γερμανική στολή» της Μαρούλας Κλιάφα έμμεσα αναφέρεται στην οργάνωση ΕΕΕ (Εθνική Ένωσις Ελλάδος), τους τριεψιλίτες οι οποίοι έδρασαν τον καιρό της κατοχής στη Θεσσαλία, και ειδικά στα Τρίκαλα που η ΕΕΕ αριθμούσε περί τα 150 μέλη. (*)
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τριεψιλίτης
|