τρολάρισμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τρολάρισμα ουδέτερο
- (νεολογισμός), (πληροφορική) οι ενέργειες που κάνει ένα τρολ και το αποτέλεσμα αυτών των ενεργειών