τσίρλα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίρλα | οι | τσίρλες |
γενική | της | τσίρλας | — | |
αιτιατική | την | τσίρλα | τις | τσίρλες |
κλητική | τσίρλα | τσίρλες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τσίρλα < τσιρλ(ώ) + κατάληξη θηλυκού -α (αναδρομικός σχηματισμός) → δείτε περισσότερα στο τσιρλιό
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈt͡siɾ.la/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : τσίρ‐λα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τσίρλα θηλυκό
- (προφορικό, λαϊκότροπο) η διάρροια
- ↪ μ' έπιασε τσίρλα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη τσιρλιό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τσίρλα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -α, θηλυκό (νέα ελληνικά)
- Λέξεις από αναδρομικό σχηματισμό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Προφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)