τσιγγανάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιγγανάκι τα τσιγγανάκια
      γενική του τσιγγανακιού των τσιγγανακιών
    αιτιατική το τσιγγανάκι τα τσιγγανάκια
     κλητική τσιγγανάκι τσιγγανάκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιγγανάκι < τσιγγάνος + κατάληξη υποκοριστικού -άκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιγγανάκι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]