τσιμεντοκατασκευή
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- τσιμεντοκατασκευή < τσιμέντ(ο) + -ο- + κατασκευή
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]τσιμεντοκατασκευή θηλυκό
- κατασκευή (οικοδομική ή καλλιτεχνική - διακοσμητική) από τσιμέντο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] τσιμεντοκατασκευή
|
Πηγές
[επεξεργασία]- Όροι με κατασκευή — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)