τσιμπηματάκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσιμπηματάκι τα τσιμπηματάκια
      γενική
    αιτιατική το τσιμπηματάκι τα τσιμπηματάκια
     κλητική τσιμπηματάκι τσιμπηματάκια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσιμπηματάκι < τσίμπημα + -άκι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /t͡sim.bi.maˈta.ci/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσιμπηματάκι ουδέτερο

  • το τσίμπημα που διαρκεί λίγο ή δεν πονάει πολύ

Μεταφράσεις[επεξεργασία]