τσιχλίτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιχλίτσα οι τσιχλίτσες
      γενική της τσιχλίτσας
    αιτιατική την τσιχλίτσα τις τσιχλίτσες
     κλητική τσιχλίτσα τσιχλίτσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσιχλίτσα < τσίχλα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσιχλίτσα θηλυκό

  • μικρή τσίχλα

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε τσίχλα