τυχοπαιξία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τυχοπαιξία οι τυχοπαιξίες
      γενική της τυχοπαιξίας των τυχοπαιξιών
    αιτιατική την τυχοπαιξία τις τυχοπαιξίες
     κλητική τυχοπαιξία τυχοπαιξίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τυχοπαιξία < τύχ(η) + -ο- + παίκ(της + -σία (κατά το χαρτοπαιξία). Νεολογισμός του 19ου αιώνα[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τυχοπαιξία θηλυκό (νεολογισμός)

  1. η ενασχόληση με τα τυχερά παιχνίδια
  2. ο κλάδος των τυχερών παιχνιδιών
  3. οποιοδήποτε τυχερό παιχνίδι, παιχνίδι βασισμένο στις πιθανές εκβάσεις, τυχαίες επιλογές

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • MLODINOW Leonard, Τα βήματα του μεθυσμένου. Μετάφραση: Μιχαηλίδης Ανδρέας. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης. σελ. 69
  • Cover, Thomas M, Thomas, Joy A. Στοιχεία της θεωρίας της πληροφορίας. Μετάφραση: Αλέξανδρος Χορταράς. Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2014.
    κεφ. 6. Τυχοπαιξία και συμπίεση δεδομένων