υλομορφισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλομορφισμός οι υλομορφισμοί
      γενική του υλομορφισμού των υλομορφισμών
    αιτιατική τον υλομορφισμό τους υλομορφισμούς
     κλητική υλομορφισμέ υλομορφισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υλομορφισμός < αγγλική hylomorphism

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υλομορφισμός αρσενικό

  • (φιλοσοφία) όρος του 19ου αιώνα που περιγράφει τη φιλοσοφική θεώρηση από τον Αριστοτέλη ότι κάθε φυσικό σώμα αποτελείται από ύλη και μορφή

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]