υπαισθησία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό.


Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπαισθησία οι υπαισθησίες
      γενική της υπαισθησίας των υπαισθησιών
    αιτιατική την υπαισθησία τις υπαισθησίες
     κλητική υπαισθησία υπαισθησίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπαισθησία < υπ- + αρχαία ελληνική αἴσθησ(ις) + -ία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

υπαισθησία θηλυκό

  • μειωμένη ευαισθησία σε απτικά ερεθίσματα
  • μειωμένη αισθητικότητα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]