υπερακουσία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερακουσία θηλυκό
- (ιατρική) υπερευαισθησία σε ήχους που για τους περισσότερους ανθρώπους θεωρούνται φυσιολογικοί
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερακουσία
|