υπερεργασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπερεργασία θηλυκό
- η απασχόληση πέντε ωρών επιπλέον την εβδομάδα (για σαραντάωρη εβδομαδιαία εργασία) και οκτώ ωρών επιπλέον την εβδομάδα (για εξαήμερη απασχόληση)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπερεργασία
|