υπερπατριωτισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπατριωτισμός < υπέρ + πατριωτισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερπατριωτισμός αρσενικό
- ο πατριωτισμός που φτάνει στην υπερβολή