υπερπληθωρισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπερπληθωρισμός < υπέρ (=υπεράγαν) + πληθωρισμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υπερπληθωρισμός αρσενικό
- είναι η υπερβολική επέκταση του πληθωρισμού, η τρομακτική αύξηση του επιπέδου τιμών σε αγαθά και υπηρεσίες
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υπερπληθωρισμός