Μετάβαση στο περιεχόμενο

υποκαλλιέργεια

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκαλλιέργεια οι υποκαλλιέργειες
      γενική της υποκαλλιέργειας των υποκαλλιεργειών
    αιτιατική την υποκαλλιέργεια τις υποκαλλιέργειες
     κλητική υποκαλλιέργεια υποκαλλιέργειες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποκαλλιέργεια < υπο- + -καλλιέργεια (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική subculture ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική subcultivation)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

υποκαλλιέργεια θηλυκό

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]