υποκαλλιέργεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποκαλλιέργεια | οι | υποκαλλιέργειες |
γενική | της | υποκαλλιέργειας | των | υποκαλλιεργειών |
αιτιατική | την | υποκαλλιέργεια | τις | υποκαλλιέργειες |
κλητική | υποκαλλιέργεια | υποκαλλιέργειες | ||
Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποκαλλιέργεια < υπο- + -καλλιέργεια• Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποκαλλιέργεια θηλυκό
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποκαλλιέργεια
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'θάλασσα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα υπο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -καλλιέργεια (νέα ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γεωπονία (νέα ελληνικά)
- Ελλείποντες ορισμοί
- Βιολογία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)