υπομισθώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπομισθώνω < υπομίσθωση + -ώνω (αναδρομικός σχηματισμός) < ελληνιστική κοινή ὑπομίσθωσις < ὑπό + αρχαία ελληνική μίσθωσις

Ρήμα[επεξεργασία]

υπομισθώνω (παθητική φωνή: υπομισθώνομαι)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]