υπομισθωτής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υπομισθωτής < ελληνιστική κοινή ὑπομισθωτής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υπομισθωτής αρσενικό (θηλυκό υπομισθώτρια)
- αυτός που υπομισθώνει
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υπομισθώνω και μισθός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υπομισθωτής
|