υποστατικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποστατικό < (ελληνιστική κοινή) ὑποστατικόν
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποστατικό ουδέτερο
- το αγρόκτημα μαζί με το σπίτι του ιδιοκτήτη και τις άλλες εγκαταστάσεις
- ※ Ο Πίτερ έχει ριζώσει για καλά τώρα εδώ, στη γη του, στο υποστατικό του. (Ηλίας Βενέζης Ο ληστής Πάντζο Βίλλα (1954) [διήγημα])
- (νομικός όρος) (στην Κύπρο) (α)οποιαδήποτε επίγεια ή υπόγεια ή υπεράκτια εγκατάσταση και οποιαδήποτε άλλη εγκατάσταση είτε επιπλέουσα είτε ευρισκόμενη στο βυθό της θάλασσας, ή λίμνης, είτε ευρισκόμενη σε έδαφος που καλύπτεται από νερό. (β) οποιαδήποτε σκηνή ή κινητή κατασκευή και (γ) οποιοδήποτε όχημα ή σκάφος ή αεροσκάφος (ο ορισμός δίνεται στον νόμο 89(Ι) του 1996 της Κυπριακής Δημοκρατίας)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποστατικό
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υποστατικό
- αιτιατική ενικού του υποστατικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υποστατικός