υποτακτικότητα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποτακτικότητα < υποτακτικός + -ότητα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποτακτικότητα θηλυκό
- η ιδιότητα του υποτακτικού, το να είναι κάποιος υποτακτικός και να έχει τέτοια νοοτροπία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποτακτικότητα
|