υστερολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υστερολογία < ύστερος και λόγος • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υστερολογία θηλυκό
- αυτά που λέγονται μετά το πέρας της συζήτησης
- το πρωθύστερο σχήμα λόγου.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υστερολογία
|