υφασματέμπορος
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | υφασματέμπορος | οι | υφασματέμποροι |
| γενική | του | υφασματέμπορου & υφασματεμπόρου |
των | υφασματέμπορων & υφασματεμπόρων |
| αιτιατική | τον | υφασματέμπορο | τους | υφασματέμπορους & υφασματεμπόρους |
| κλητική | υφασματέμπορε | υφασματέμποροι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υφασματέμπορος < υφασμάτ(ων) + -έμπορος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υφασματέμπορος αρσενικό