φανελλάδικο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fa.neˈla.ði.ko/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φα‐νελ‐λά‐δι‐κο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φανελλάδικο ουδέτερο
- παρωχημένη γραφή του φανελάδικο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- φανελλοποιεῖον (καθαρεύουσα) / φανελοποιείο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φανελλάδικο
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, . Καταχώριση ως «φανελλάδικο» (σ. 7565).