φαρίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φαρίνα | οι | φαρίνες |
γενική | της | φαρίνας | των | φαρινών |
αιτιατική | τη | φαρίνα | τις | φαρίνες |
κλητική | φαρίνα | φαρίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρίνα θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρίνα
|