φαρμακοφυσιολογία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φαρμακοφυσιολογία < φάρμακ(ο) + -ο- + φυσιολογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φαρμακοφυσιολογία θηλυκό
- (παρωχημένο) κλάδος της φαρμακευτικής, που μελετούσε την επίδραση των φαρμάκων στα φυτά
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φαρμακοφυσιολογία
|