φινόκιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φινόκιο | τα | φινόκια |
γενική | του | φινόκιου | των | φινόκιων |
αιτιατική | το | φινόκιο | τα | φινόκια |
κλητική | φινόκιο | φινόκια | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φινόκιο < (άμεσο δάνειο) ιταλική finocchio
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φινόκιο ουδέτερο
- επτανησιακή ονομασία του φυτού μάραθο
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φινόκιο
Συνώνυμα[επεξεργασία] |